- χίλιοι, -ιες, -ια
- αριθμητικό απόλυτο, κλιτή μορφή του άκλιτου χίλια1. δέκα εκατοντάδες, χίλιες μονάδες: Ο Ξέρξης είχε πάνω από χίλια πλοία.2. αναρίθμητοι, αμέτρητοι: Χίλιες φορές να του το πεις, δε θα το καταλάβει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.